- μηκυντικός
- μηκυντικός, gern verlängernd
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μηκυντικός — μηκυντικός, ή, όν (Α) [μηκύνω] 1. αυτός που συνηθίζει να μεταβάλλει τα βραχέα φωνήεντα σε μακρά «[οἱ Ἀττικοί] μηκυντικοί εἰσι κατὰ τὰ φωνήεντα», Απολλ. Δύσκ.) 2. (για τα φωνήεντα η και ω) ο φύσει μακρός («τῆς φύσεως τῶν στοιχείων [η, ω] οὔσης… … Dictionary of Greek
μηκυντικοί — μηκυντικός fit for lengthening masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)